υπεραλγησία

υπεραλγησία
η, Ν
ιατρ. αυξημένη ευαισθησία στο άλγος, υπεραισθησία στον πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyperalgesie (< υπερ-* + άλγος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”